οινοδότης

οινοδότης
οἰνοδότης και οἰνοδώτης, δωρ. τ. οἰνοδότας, ὁ (Α)
1. (για τον Βάκχο) αυτός που παρέχει οίνο («παρά τε Βρόμιον οἰνοδόταν παρά τε χέλυος ἑπτατόνου μολπάν», Ευρ.)
2. (για γιατρό) αυτός που παρέχει οίνο σε ασθενή ως φάρμακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -δότης / δώτης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης, ζωο-δότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οἰνοδόταν — οἰνοδότᾱν , οἰνοδότης giver of wine masc acc sg (epic doric aeolic) οἰνοδότης giver of wine masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοδότας — οἰνοδότᾱς , οἰνοδότης giver of wine masc acc pl οἰνοδότᾱς , οἰνοδότης giver of wine masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • οινοδοσία — οἰνοδοσία, ἡ (Α [οινοδότης] 1. η διανομή κρασιού 2. η λήψη κρασιού από ασθενή ύστερα από συμβουλή γιατρού …   Dictionary of Greek

  • οινοδοτώ — οἰνοδοτῶ, έω (Α) [οινοδότης] δίνω σε κάποιον κρασί ως φάρμακο …   Dictionary of Greek

  • οινοδότειρα — οἰνοδότειρα, ἡ (Α) αυτή που παρέχει οίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοδότης + επίθημα τειρα (πρβλ. θηρά τειρα] …   Dictionary of Greek

  • οινοδώτης — οἰνοδώτης, ὁ (Α) βλ. οινοδότης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”